συνοικουρώ

συνοικουρώ
-έω, Α [συνοικουρός]
1. μένω στο σπίτι μαζί με κάποιον
2. μτφ. (για σκουριά) διαβρώνω εντελώς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξυνυποικουρώ — ξυνυποικουρῶ, έω (Α) συνοικουρώ, κατοικώ μαζί με κάποιον, συνυπάρχω («ταυτὶ τὰ νοσήματα καὶ ξυνυποικουρεῑ τῇ φύσει», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύν, αρχ. τ. τού σύν + ὑποικουρῶ «μένω κρυμμένος στο σπίτι»] …   Dictionary of Greek

  • συνοικουρία — ἡ, Α [συνοικουρῶ] αστρολ. συγκατοικία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”